Dec 17, 2003 13:19
Η Παστέλια
Κι ενώ αυτές οι κουβέντες αντηχούσαν μες στο μυαλό του Νάσου όπως ακριβώς στις ταινίες (αλήθεια, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να κάνουν ζουμ-ιν με την όραση τους και να δουν, για παράδειγμα, τα μάτια ενός ατόμου που κάθεται στην άλλη άκρη του δωματίου σε κοντινό πλάνο;) χτύπησε το θυροτηλέφωνο, μα εκείνος δεν περίμενε κανέναν.
Προχώρησε δίπλα στην πόρτα όπου ήταν το θυροτηλέφωνο στερεωμένο στον τοίχο, σήκωσε το ακουστικό και ρώτηξε: “αμμμπρός;”
Από την άλλη άκρη της γραμμής, η οποία δεν πρέπει να’ταν ιδιαίτερα μεγάλη μιας και ο Νάσος έμενε στον τέταρτο όροφο, ακούστηκε ο Λάμπης που του’πε: “έλα μάστορα, περνούσα από τη γειτονιά και είπα να δω αν είσαι πάνω να σε κάμνω μια επίσκεψη”.
Ο Νάσος πάτησε το κουμπί που άνοιγε την πόρτα της εισόδου της πολυκατοικίας και μίλησε στο ακουστικό: “ε, τι περιμένεις τότε; Όρμα στ’ασανσέρ και βουρ απάνου για μια κρύα σοκολάτα”.
Η ώρα ήταν 21:34 εκείνη τη στιγμή και ο Λάμπης δεν έφυγε παρά μόνο αφού είχε πιει δύο ποτήρια σοκολάτα με σαντιγί, αφού είχαν παίξει τριάντα-επτά γύρους στο Tekken3 και αφού είχαν περάσει δυόμισι ώρες.
“Καλά που δεν έχεις σταθερά ρεπό. Δεν ξέρω τι να περιμένω όταν σου χτυπάω το κουδούνι, αν θα είσαι σπίτι ή όχι, μα όταν είσαι εισπράττω μια πολύ ωραία ανταμοιβή, μου σιάχνεις τη μέρα….ή τη νύχτα”, είπε ο Λάμπης στο Νάσο ενώ βρισκόταν στο κατώφλι του διαμερίσματός του, ξεκινώντας το δρόμο του γυρισμού.
“Δε πλέζουρ ιζ ολ μάιν”, του απάντηξε ο Νάσος με ένα αστραφτερό χαμόγελο.
“Πριν φύγω, ίσως θα’πρεπε να σου πω ότι έλαβα ένα μήνυμα από κάποιους πολύ καλούς φίλους, με το οποίο μου ζητάνε να κάνω μια έρευνα για μια εταιρεία η οποία ανήκει στον αγαπητικό της καλής σου” είπε ο Λάμπης. “Αν βρω κάτι ενδιαφέρον θα σ’ενημερώσω αν ενδιαφέρεσαι”, κατέληξε.
“Αν βρεις κάτι ενδιαφέρον, να μ’ενημερώσεις όντως”, του απάντησε ο Νάσος και στη συνέχεια τα δύο παλικάρια αποχαιρετίστηκαν.
Πριν ακόμα κλείσει την πόρτα ο Νάσος, μια ανάμνηση του πέρασε από τα παλιά και έσπευσε στην τουαλέτα για να την κάνει πραγματικότητα. Ξετύλιξε ολάκερο το χαρτί υγείας και το έβαλε μες στο νιπτήρα. Αφού το έβρεξε μέχρι που μούλιασε όλο, έτρεξε προς το μπαλκόνι ενώ πίεζε το βρεγμένο χαρτί υγείας ώστε να πάρει σχήμα μπάλας. Φρόντισε να μην το πιέσει τόσο πολύ ώστε να μην απαλλάξει τη μάζα του χαρτιού από όλο της το νερό για να μη σφίξει και καταστήσει την πρόσκρουση σφοδρή. Δε φρόντισε όμως και για τις σταγόνες νερού που έσταζαν στο πάτωμα, καθ’όλη τη διαδρομή από την τουαλέτα μέχρι το μπαλκόνι. Κοίταξε λοιπόν από το μπαλκόνι προς τα κάτω την ίδια στιγμή που ξεπρόβαλλε ο Λάμπης, περπατώντας αμέριμνος προς τα όπου πήγαινε. Μη διστάζοντας, ο Νάσος εξαπέλυσε το μουλιασμένο βλήμα προς τον παιδικό του φίλο. Στα δευτερόλεπτα που χώριζαν αυτή του την κίνηση από τη στιγμή που το βλήμα το έσκασε στο δεξιό ώμο του Λάμπη τρομάζοντάς των, βρέχοντάς τον και λερώνοντάς τον στο πρόσωπο, ο Νάσος αφέθηκε στο έμπειρο δεξί αυνανιστικό χέρι της μνήμης του και θυμήθηκε πολλές από τις περιπέτειες που είχε ζήσει μαζί με τον φίλο του στα παιδικά τους χρόνια, και πολλές από τις σκανταλιές που είχαν κάνει παρέα.
Ο μουσκεμένος πλέον Λάμπης, γύρισε προς τα πάνω και αφού του’κανε την οικουμενική αδελφική χειρονομία κατά την οποία τα δάκτυλα του χεριού σχηματίζουν μια γροθιά εκτός από το μεσαίο το οποίο περιμένει όρθιο και άκαμπτο σαν κατάρτι που περιμένει να του περάσουν καινούργια πανιά, έσκασε στα γέλια, ταυτόχρονα με το Νάσο, και έφυγε με τα γέλια του να ακούγονται καθώς ο Νάσος έκλεινε την μπαλκονόπορτα.
Η Προσέγγιση
Όμως ενώ ο Λάμπης χειρονομούσε στο Νάσο, ένας άντρας βγήκε από ένα αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο απέναντι από την οικοδομή και αυτόν τον άντρα τον είδε ο Νάσος.
Αποφασισμένος λοιπόν ο ήρωάς μας κατευθύνθηκε προς τη κουζίνα και άρπαξε από το ψυγείο ένα γυάλινο μπουκάλι αναψυκτικού των 250 μιλιλίτρων και αφού άδειασε το περιεχόμενό του στο νιπτήρα της κουζίνας, και αφού έκανε μια μικρή στάση στο δωμάτιό του, βγήκε έξω από το διαμέρισμα του και κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας, γιατί δεν είχε το χρόνο να περιμένει το ασανσέρ να ανέβει από το ισόγειο. Βγήκε από μια λαμαρινένια πόρτα που έβλεπε στο πίσω μέρος της πυλωτής και πήδηξε πάνω από τα κάγκελα στη διπλανή οικοδομή, επαναλαμβάνοντας το σάλτο άλλη μια φορά. Έτσι, βρέθηκε δύο οικοδομές παραδίπλα από τη δική του, βγαίνοντας από την είσοδο της οικοδομής με ένα άδειο γυάλινο μπουκάλι στο χέρι.
Περνώντας γοργά στην απέναντι πλευρά του δρόμου και φροντίζοντας ο ύποπτος άντρας, ο οποίος δεν είχε μπει ακόμα στο αυτοκίνητό του, να μην τον δει, τον πλησίασε στα τρία μέτρα, πίσω από το αυτοκίνητο το οποίο βρίσκονταν μπροστά από το δικό του. Έτσι, όταν ο ύποπτος έκανε να ανάψει το τσιγάρο του έχοντας το βλέμμα του στο μπαλκόνι του Νάσου ένιωσε ξαφνικά ένα πιστόλι να τον πιέζει στην πλάτη.
“Καλησπέρα, με λένε Νάσο, μα υποθέτω πως αυτό δεν είναι νέο για σένα. Θα σε θερμοπαρακαλούσα να μην κινηθείς καθόλου και να σηκώσεις τα χέρια σου παράλληλα στο έδαφος, τεντωμένα και να τα κρατήσεις έτσι”, πρόσταξε ο Νάσος τον άγνωστο και αφού εκείνος έκανε όπως του είπε η φωνή με το πιστόλι άκουσε τη φωνή να βγάζει με το αριστερό της χέρι κάτι από την τσέπη του παντελονιού της.
Αυτό που έβγαλε ο Νάσος από την τσέπη του ήταν ένα έργο τέχνης, αποτέλεσμα της έμπνευσης μιας αρτίστας που σύχναζε στο μπαρ όπου δούλευε ο Νάσος. Τη λέγανε Σμαράδγα, μα αυτό δε μας νοιάζει τόσο πολύ όσο το γεγονός ότι αυτό το έργο τέχνης, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα μετά-βιομηχανισμού και υποτακτικότητας, ήταν στα χέρια του Νάσου. Και ήταν στα χέρια του Νάσου, διότι είχε κοιμηθεί πριν μερικούς μήνες με τη Σμαράγδα, σπίτι της, και της είχε ζητήσει αυτό το δημιούργημά της ως αναμνηστικό της συνουσίας τους.
“Λύγισε πολύ αργά το δεξί σου χέρι προς τα κάτω και προς τα πίσω, πιάσε αυτό που θα σου δώσω και χρησιμοποίησέ το στον εαυτό σου, απλά, αργά και όμορφα”, ήταν η νέα προσταγή του Νάσου.
Ο άγνωστος, έπιασε τις αστυνομικές χειροπέδες που άνηκαν σε μια περασμένη δεκαετία και που ήταν τυλιγμένες από τις σπείρες ενός ροζ καλωδίου πάνω στο οποίο ήταν κολλημένα (με φτηνή κόλλα του εμπορίου) φτερά καρακάξας τα οποία είχαν βαφτεί κι αυτά ροζ με ένα σπρέι για τοίχους, και τις εφάρμοσε και στους δύο καρπούς του χωρίς να προβάλλει αντίσταση.
“Έλα πάνω να σε φιλέψω μια κρύα σοκολάτα κι εσένα”, είπε ο Νάσος και οδήγησε τον άγνωστο στο διαμέρισμά του.
Η απορία
“Κατ’αρχήν, θέλω να σου ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα αφού παλουκωθείς στον καναπέ”, είπε ο Νάσος στον άγνωστο μουσαφίρη του, δείχνοντάς του τον τριθέσιο γκρίζο καναπέ στη δυτική πλευρά του σαλονιού. Ο άγνωστος μουσαφίρης ακολούθησε τη συμβουλή του Νάσου και βολεύτηκε στον καναπέ κοιτάζοντας στα μάτια τον οικοδεσπότη.
“Πρώτον, οι χειροπέδες είναι ένα σουβενίρ από μια παρελθοντική μου Τρωική άλωση - το ροζ δε μου αρέσει ιδιαίτερα”, είπε ο Νάσος και συνέχισε: “δεύτερον σε έχω δει υπερβολικά πολλές φορές τις τελευταίες μέρες, δεδομένου του γεγονότος ότι δε σε ξέρω καθόλου. Αν είχες περιορίσει τις εμφανίσεις σου στο σούπερ μάρκετ και στο βίντεο κλαμπ ίσως να μη μου κινούσες την υποψία - άλλωστε οι μόνες γνώσεις που έχω για το θέμα της κατασκοπείας και τις αντικατασκοπείας οφείλονται αποκλειστικά σε τηλεοπτικές ταινίες και βιβλία του είδους. Όμως, κατάφερες και έγινες ορατός στα μάτια μου παρόλο που όταν έρχεσαι στο μαγαζί που δουλεύω δεν κάθεσαι στο μπαρ που σερβίρω εγώ. Συν το ότι σ’έχω δει και στο δρόμο. Και δεν ανήκεις στην κατηγορία των ανθρώπων που έχουν πανομοιότυπα εξωτερικά χαρακτηριστικά - ξέρεις, ανθρώπους που βλέπεις στο δρόμο και νομίζεις ότι τους έχεις ξαναδεί γιατί μοιάζουν μεταξύ τους όπως οι πάσχοντες από νανισμό. Όχι, εσύ είσαι μια πολύ πιο εύκολα εξηγήσιμη περίπτωση. Ανήκεις στην κατηγορία αυτών που παρακολουθούν. Το γιατί με παρακολουθείς δε μου είναι απόλυτα προφανές, γιατί έχω ελάχιστα δεδομένα, μα για να μην στα πολυλογώ έχω καταλήξει στο αναμφίβολο συμπέρασμα πως όντως με παρακολουθείς. Συνεπώς, μπορώ να σκεφτώ τρεις πιθανές εκδοχές: (1) με παρακολουθείς για κάποιο κακό λόγο και είσαι άθλιος στη δουλειά σου, (2) με παρακολουθείς για κάποιο καλό ή κακό λόγο και για κάποιον επιπρόσθετο κι εξίσου αδιευκρίνιστο λόγο θες να κάνεις την παρουσία σου υπαρκτή προς τα εμέ και (3) σου γυάλισα στο μπαρ, έχεις πάθει ψύχωση με την αφεντιά μου και με παρακολουθείς οδηγούμενος από λαγνεία”, ολοκλήρωσε ο Λάμπης.
“Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους”, ήταν η πρώτη κουβέντα του άγνωστου μουσαφίρη. “Το όνομά μου είναι Τόλης Πρ. με τελεία στο τέλος και…”
“…κεμοακέ κεμοακεκεκεκεεε”, διέκοψε ο οικοδεσπότης τον επισκέπτη. “Να με συγχωρνάς Τόλης Πρ. με τελίτσα στο τέλος, αλλά…”
“Τόλης Πρ. με τελεία στο τέλος, όχι τελίτσα.”
“Τελεία, τελίτσα ή άγκιστρο το ίδιο μου κάνει, αλλά έχεις δίκιο στο ότι πρέπει να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους, οπότε σε ρωτώ όσο πιο ευθεία γίνεται: κουβαλάς κανένα όπλο;”
Ο Τόλης Πρ. με τελεία στο τέλος κοίταξε κατάματα τον Λάμπη για δυο στιγμές και του απάντησε: “έχω ένα πιστόλι στη θήκη στο αριστερό μου πόδι.”
“Ώστε γι’αυτό φοράς φαρδιά. Το πιστόλι σβήνει την εκδοχή να είσαι μανιακός θαυμαστής μου, γιατί όπως σου πηγαίνουν τα φαρδιά έτσι δε σου πηγαίνει και ο ακραίος σαδομαζοχισμός”, είπε ο Νάσος και ελάφρυνε τον Τόλη Πρ. από το βάρος του πιστολιού του. “Το άλλο που το πας όμως; Με παρακολουθάς τουλάχιστον μια βδομάδα και δε γνωρίζεις πως δεν έχω πιστόλια στην κατοχή μου”.
“Αυτό ίσως είναι απόδειξη του ότι το όπλο στον αστράγαλό μου δεν έχει προορισμό εσένα καθώς επίσης θα πρέπει να ενισχύσει τη δεύτερη υποψήφια εκδοχή σου περί πραγματικότητας. Αλλά, επέτρεψέ μου να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά όπως ήδη πρότεινα”, ζήτησε ο Τόλης Πρ. από το Νάσο ο οποίος του απάντησε ως εξής:
“Να τα πάρουμε τότε, να τα πάρουμε Τόλης Πρ. με βούλα στο τέλος. Αλλά επειδή μου φαίνεται πως η σειρά θα είναι μεγάλη ας πάω να σου ετοιμάσω τη σοκολάτα που σου υποσχέθηκα”.
Η σαντιγί.
“Θες σαντιγί;”, ρώτηξε ο Νάσος το μουσαφίρη του από την κουζίνα που ήταν η συνέχεια του σαλονιού.
“Ναι, άμα δε σου κάνει κόπο.”
Επιστρέφοντας ο Νάσος με ένα ποτήρι κρύα σοκολάτα κι ένα ποτήρι γάλα, κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι από τον Τόλη Πρ. με τελεία στο τέλος και του’δωκε το ρόφημά του. Ο παραλήπτης έγλειψε τη σοκολάτα με τη γλώσσα κα το μούσι του.
“Ωραία σαντιγί,” είπε.
“Πάντα είναι ωραία η σαντιγί - ταιριάζει και με τις τρίχες του σαγονιού σου.”
“Δε θα το΄λεγα, αλλά, έτσι κι αλλιώς, η σαντιγί δεν είναι η αρχή της σειράς των πραγμάτων,” είπε ο Τόλης Πρ. με τελεία στο τέλος και ύστερα έκλεψε τη σαντιγί από το μούσι με τη γλώσσα του.
“Έχεις δίκιο. Πες.”
“Γεννήθηκα σε μια πλούσια κι ευυπόληπτη οικογένεια πριν από τριανταεπτά χρόνια.”
Ο Νάσος βούλιαξε στην πολυθρόνα.
“Μέχρι τα επτά μου χρόνια θυμάμαι πως δε μου έλειψε τίποτα. Ξάφνου όμως, λίγες μέρες αφού έκλεισα τα επτά, ο πατέρας μου αυτοκτόνησε με έναν περίεργο τρόπο. Όπως καταλαβαίνεις το πήρα αρκετά βαριά αυτό το μακάβριο γεγονός. Ποτέ μου δεν έμαθα γιατί έκανε κάτι τέτοιο ο πατέρας μου, ποτέ μου δεν είχα το παραμικρό στοιχείο. Μέχρι πρόσφατα δηλαδή.
“Σπούδασα ψυχολογία στη Αγγλία με σκοπό να μάθω πως δουλεύει το ανθρώπινο μυαλό - έτσι ίσως να μπορούσα να καταλάβω να καταλάβω επιτέλους γιατί το μυαλό του πατέρα μου δούλεψε όπως δούλεψε. Περιττό να σου πω πως αυτά μου έμαθα για το ανθρώπινο μυαλό και τη χρήση του με απογοήτευσαν. Παρόλα αυτά, βρέθηκα να έχω διδακτορικό στην εγκληματική και γνωστική ψυχολογία στα είκοσι εννιά μου έχοντας ανοίξει ένα ιατρείο εδώ.
“Μετά από τέσσερα χρόνια όμως, βαρέθηκα να έχω καθημερινά απέναντί μου απατημένες συζύγους που είχαν παγιδευτεί σε έναν λαβύρινθο αρνητικών και αυτό-υποτιμητικών συναισθημάτων και σκέψεων, που ένιωθαν πως κάτι είχαν κάνει λάθος κι έπρεπε οπωσδήποτε να το διορθώσουν με την ελπίδα ότι θα διορθώνονταν αυτόματα και ο γάμος τους. Επίσης, βαρέθηκα να ακούω τα παράπονα μεσήλικων αντρών περί δυστυχίας η οποία πήγαζε από το ότι είχαν βαρεθεί τη γυναίκα τους και την γκρίνια που ακολουθούσε μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα στύσης, μια απόπειρα με περιοδικότητα παρόμοιας με μιας σεληνιακής έκλειψης. Και αυτό το είδος γκρίνιας δεν ήταν τίποτα μπροστά στην γκρίνια που επακολουθούσε στην εμφάνιση μιας στύσης (η οποία είχε περιοδικότητα περίπου ίδια με αυτή της εμφάνισης του πλανήτη Νιμπίρου - που είσαι ρε Λιάνα να με καμαρώσεις!) τις σπάνιες φορές που το ζευγάρι παρακολουθούσε πριν τον ύπνο μια ερωτική σκηνή ενός αστυνομικού θρίλερ στην τηλεόραση. Περιττό να πω πως στο άκουσμα του πρώτου φωνήεντος ή συμφώνου από το στόμα της συζύγου, η στύση ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ.
“Όλοι τους περίμεναν να έχω μια δισκέτα που θα έβαζα στην εγκεφαλική υποδοχή τους και αυτόματα θα αναβαθμιζόντουσαν στον τέλειο άνθρωπο. Κανείς τους δεν είχε το κουράγιο να προσπαθήσει να γίνει καλός άνθρωπος, μέσα σε εισαγωγικά, που μπορεί να δεχτεί και ίσως να δαμάσει τις αδυναμίες του. Όλοι τα είχαν παρατήσει με τον άθλο της ζωής. Είχαν φτάσει ξανά στη βρεφική ηλικία, ήταν οι περίφημες καθαρές πλάκες του Ρουσσώ, έτοιμες για την κοινωνία να χαράξει την τελευταία σκηνή της τραγωδίας. Ίσως να μπορούσα να προσπαθήσω με τη δικιά μου πέννα να γράψω την αρχή μιας νέας και ωραίας ιστορίας, μα το ωραίο ξέρεις ότι είναι πάντα σχετικό, οπότε ποιος είμαι εγώ που θα γαλουχήσω και θα σμιλέψω μια καθαρή πλάκα εκτός της δικιάς μου;
“Όταν μου’ρθε ένας σαραντάρης ιατρός ο οποίος είχε ερωτευτεί ένα μαθητή του σε σημείο που να του αγοράζει καινούργιο αυτοκίνητο για να τον καταφέρει να προχωρήσει μαζί του πιο πέρα από το στοματικό έρωτα, ο οποίος μου ζήτησε να τον κάνω στρέιτ γιατί ο γάμος και η υπόληψή του ήταν στα πρόθυρα της συντέλειας είπα στον εαυτό μου: ‘ως εδώ και μη παρέκει!’, και έκλεισα το ιατρείο μου. Πριν το κλείσω όμως, πέταξα τον πρωκτολόγο έξω με τις κλωτσιές και τον συμβούλεψα, ενώ προσγειώνονταν στο έδαφος, να πάει σε κάποιο τοκ σόου και να παραπονεθεί για την κοινωνική αδικία που κατέτρωγε τη ζωή του.