Dec 24, 2003 02:34
Η κουκίδα
Και να’σου η Ελπινίκη μέσα σε ένα τετράγωνο ηχομονωμένο δωμάτιο 8x8, μπροστά από ένα πλήρες εξοπλισμένο σετ τύμπανων δίπλα στον τοίχο. Ένας προβολέας φέγγει τα τύμπανα από τον απέναντι τοίχο, πίσω από την Ελπινίκη, σχηματίζοντας σκιές που μοιάζουν με πολύ αδύνατους ανθρώπους που φοράνε σομπρέρο. Η Ελπινίκη νιώθει μια επιθυμία να παίξει τύμπανα παρόλο που δεν ξέρει. Κατευθύνεται προς την πίσω πλευρά των τύμπανων και βλέπει ένα μικρό σκαθάρι μέσα σε μια σκιά ενός σομπρέρο, ακριβώς πάνω από το καρεκλάκι στο οποίο θα καθίσει για να παίξει. Πιάνει μια μπαγκέτα και εκτοξεύει το σκαθάρι στην άκρη του τοίχου. Αυτό προσγειώνεται πάνω σε έναν μικρό πύργο που αποτελείται από τρία ταμπούρα το ένα πάνω στ’άλλο. Ακούγεται ένας μικρός τυμπανισμός από το βάρος του σκαθαριού. Η Ελπινίκη βλέπει με τα αφτιά της (τα ταμπούρα καλύπτονται με σκιές) το σκαθάρι να προσπαθεί να ορθοποδήσει. Η επαφή των ποδιών του με τη μεμβράνη καθώς και το πετάρισμα των φτερών του ακούγονται σαν μικροί σε ένταση τυμπανικοί ρούλοι οι οποίοι ωστόσο διαπερνούν τη μουχλιασμένη ησυχία του δωματίου. Ναι, η Ελπινίκη μυρίζει μούχλα στον αέρα. Περιμένει το σκαθάρι να σηκωθεί και να πεταρίσει πέρα από τα ταμπούρα ώστε να μην το ακούει. Περιμένει γύρω στο ένα λεπτό κατά τη διάρκεια του οποίου πολλές τρομακτικές σκέψεις βολιδοσκοπούν το μυαλό της που αρχίζει να πελαγοδρομεί σε υπόγειες πόλεις χαμένες εδώ και αμέτρητα χρόνια, σε γλοιώδη πλοκάμια και ακέφαλες σκιές. Το σκαθάρι βολτάρει πάνω στο τύμπανο - ίσως να την έχει βρει παίζοντας μουσική, μια μουσική που ακούγεται στην Ελπινίκη σαν βιασμός των νότων του πενταγράμμου. Έχει αρχίσει να τη λούζει κρύος ιδρώτας. Με την μπαγκέτα στο χέρι πλησιάζει αργά προς τον πύργο από τα ταμπούρα. Ακούγονται ήχοι σαν να τρέχει νερό μέσα σε σωλήνες μες στους τοίχους. Η τυμπανοκρουσία του σκαθαριού συνεχίζεται. Η Ελπινίκη φτάνει σε σημείο που να μπορεί να δει την επιφάνεια του πάνω-πάνω τύμπανου αλλά δε βλέπει το σκαθάρι, μόνο μια ανοιχτή σχισμή στη μεμβράνη και ένα χαρτί κολλημένο με χαρτοταινία σε ένα σημείο της περιφέρειάς της. Η χαρτοταινία καλύπτει το χαρτί από τις δυο πλευρές του αφήνοντας να φανούν τρία γράμματα που είναι τυπωμένα στην εκτεθειμένη επιφάνειά του. Όταν η Ελπινίκη φτάνει σε απόσταση που να μπορεί να διαβάσει τα γράμματα στο χαρτί βλέπει ότι αυτά σχηματίζουν τη λέξη “ΑΣΟ”. Το σκαθάρι συνεχίζει να χοροπηδά· είναι μάλλον στην κάτω μεμβράνη του τύμπανου. Η Ελπινίκη αποφασίζει να κοιτάξει μέσα στη σχισμή και μόλις το κάνει βυθίζεται μέσα σε μια κατάμαυρη άβυσσο. Παλεύει με το κενό για να πιαστεί από κάπου, να πετάξει, να σταματήσει τέλος πάντων την πτώση της, μα του κάκου. Ξάφνου, ενώ πέφτει κουνώντας τα μέλη της πέρα δώθε, βλέπει πολύ βαθιά μια λευκή κουκίδα. Η κουκίδα μεγαλώνει όλο και περισσότερο όσο η Ελπινίκη την πλησιάζει με το κεφάλι και με ιλιγγιώδη ταχύτητα που κάνει τα μακριά μαλλιά της να τη μαστιγώνουν. Η σύγκρουση με τη λευκή κουκίδα που μεγαλώνει απειλητικά μοιάζει αναπόφευκτη. Και καθώς η Ελπινίκη είναι έτοιμη να νιώσει το σώμα της να θρυψαλίζεται και να γίνεται χαλκομανία πάνω στην κουκίδα, ξάφνου, ξάφνου λοιπόν βλέπει το φως του ήλιου να την καλημερίζει ανάμεσα από τις κουρτίνες του δωματίου της.