Ο στρατός του Ζουμενέλη, του τρομερού τυράννου της Μεστουργίας, μια πόλη στα παράλια της Νότιας Πράσινης Θάλασσας, ήταν έτοιμος και είχε συγκεντρωθεί στο ύψωμα του λόφου Πρόπολις. Είχαν ονομάσει το λόφο έτσι, καθώς ήταν ακριβώς μπροστά από τα τείχη της πόλης και αποτελούσε μια επιπλέον φυσική προστασία. Ο Ζουμενέλης, αγέρωχος πάνω στο άλογό του, αγνάντευε τη θάλασσα και στα μάτια του καθρεπτιζόταν ο τεράστιος στόλος του ορκισμένου εχθρού του, του Βυσσινόσκη.
Ίσως σας φανεί παράξενο, αλλά ο Βυσσινόσκης και ο Ζουμενέλης ήταν αδέρφια. Θα σκέφτεστε τώρα, και τι τους οδήγησε να είναι ορκισμένοι εχθροί;
...
Πριν πολλά χρόνια, στη Μεστουργία βασίλευε ένας πράος και φιλήσυχος ηγεμόνας, ο Πεμιτροκλής. Είχε καταφέρει να αναπτύξει τη πόλη του κυρίως με το ναυτικό εμπόριο και έχοντας καλές και διπλωματικές σχέσεις με τις γείτονες πόλεις, δεν είχε δώσει έμφαση στη στρατιωτική δύναμη του τόπου του.
Με τη γυναίκα του την Βικοδίνη, δεν κατάφερναν να κάνουν παιδιά, και όλο και περνούσαν τα χρόνια.
Ο Πεμιτροκλής, μη βρίσκοντας άλλη λύση, αποφάσισε να υιοθετήσει ένα αγόρι, ο οποίος θα κληρονομούσε το θρόνο. Για να μην έχει κανένας από τους υπηκόους του αφορμή για καυγάδες, δεν υιοθέτησε από τα ντόπια παιδιά, αλλά ζήτησε από μακρινούς εμπόρους και του έφεραν ένα αγόρι γύρω στα 4 χρονών.
Ο Πεμιτροκλής, μαζί με τη γυναίκα του τη Βικοδίνη, μεγάλωσαν αυτό το παιδί σαν δικό τους, του έδωσαν την καλύτερη εκπαίδευση και καλλιέργεια που μπορούσαν, με την ελπίδα να γίνει αντάξιος ηγεμόνας για τη Μεστουργία. Αυτό το παιδί λοιπόν, ήταν ο Ζουμενέλης.
Πέρασαν μερικά χρόνια, και ο Ζουμενέλης είχε ήδη διαβεί την εφηβεία, έτοιμος σχεδόν να αναλάβει τα καθήκοντα του πατέρα του.
Όμως ως εκ διαβολικού θαύματος η Βικοδίνη έμεινε έγκυος, και γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι! Αυτός ήταν ο Βυσσινόσκης. Παρόλο που ο Πεμιτροκλής και η Βικοδίνη συνέχισαν να νιώθουν και να συμπεριφέρονται στον Ζουμενέλη ως τον πρωτότοκο γιο τους, για τον ίδιο τον Ζουμενέλη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Φούντωνε μέσα του μια καταστροφική ζήλια για το μικρό του αδερφάκι.
Μια νύχτα με μεγάλο φεγγάρι, δολοφόνησε τους γονείς του στον ύπνο τους και έριξε το νεογέννητο αδερφό του στη θάλασσα να πνιγεί. Πήρε το θρόνο, και κυριάρχησε ως τύραννος για αρκετά χρόνια, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα και δυνατό στρατό. Όλοι αναρωτιόντουσαν από που άραγε βγήκε όλη αυτή η μανία, ποια ήταν τα τόσο δολοφονικά γονίδια που κουβαλούσε, αλλά κανείς δεν ήξερε το παρελθόν του. Ακόμη και οι έμποροι που τον είχαν φέρει ήταν γέροι τότε και είχαν πεθάνει. Δεν του φέρανε όμως καμία αντίρρηση και τον άφησαν στην εξουσία, καθώς οι γνώσεις και η εκπαίδευση που του άφησε ο Πεμιτροκλής έκαναν καλό στην ευημερία της πόλης.
Ο Βυσσινόσκης όμως στάθηκε τυχερός. Δε το είχε η μοίρα του να γεννηθεί από θαύμα και να πεθάνει τόσο εύκολα. Η μητέρα θάλασσα τον φρόντισε και τον έστειλε σε καλούς ανθρώπους να τον μεγαλώσουν. Μεγάλωσε λοιπόν και εξελίχθηκε σε ένα πολύ γερό και έξυπνο παλικάρι. Από μικρός έμαθε την αλήθεια για τα γεγονότα, καθώς τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα στα νερά της Πράσινης Θάλασσας. Στη Φρυσκάνη όπου μεγάλωσε, μια πόλη στα παράλια της Βόρειας Πράσινης Θάλασσας, τον έχρισαν στρατηγό, και είχε όντως όλα τα προσόντα και ακόμη περισσότερα. Όμως ξέροντας την αλήθεια, όσο μεγάλωνε αυτός, τόσο μεγάλωνε μέσα του και μια δίψα για εκδίκηση. Όχι τόσο για το ότι ο Ζουμενέλης ήταν στην εξουσία, ούτε για το ότι τον είχε ρίξει στη θάλασσα να πνιγεί. Αλλά επειδή σκότωσε τους γονείς του. Επειδή του είχε στερήσει την πατρική και τη μητρική φροντίδα που ο Ζουμενέλης είχε αλλά ποτέ δεν εκτίμησε. Έτσι ο Βυσσινόσκης με την εξυπνάδα του κατάφερε να πείσει τον Βασιλιά της Φρυσκάνης να κηρύξει πόλεμο στη Μεστουργία, και ο ίδιος θα οδηγούσε το στρατό.
...
Τα πρώτα καράβια του στόλου του Βυσσινόσκη είχαν φτάσει στα παράλια της Νότιας Πράσινης Θάλασσας και οι στρατιώτες έτρεχαν προς το λόφο Πρόπολις όπου ήταν συγκεντρωμένος ο στρατός του Ζουμενέλη. Τοξότες από τα καταστρώματα ακόμη μαύριζαν τον ουρανό με τα βέλη τους αλλά και τα κανόνια του Ζουμενέλη από τη στεριά έστελναν τα μυδράλια τους.
Ξεκίνησε και ο στρατός του Ζουμενέλη να κατεβαίνει το λόφο, άλλοι πεζοί και άλλοι πάνω σε άλογα, παίρνοντας φόρα για να αντιμετωπίσουν το στρατό του Βυσσινόσκη.
Το πρώτο κύμα στρατιωτών από τη θάλασσα έπεσε και πλέον η μάχη γινόταν μέσα στα νερά της Πράσινης Θάλασσας. Πολλά κορμιά σφάχτηκαν, πολλά κεφάλια έπεσαν. Τα δυο αδέρφια ήρθαν αντιμέτωποι. Ο Ζουμενέλης πάνω στο άλογό του ακόμη, έριξε ένα φλεγόμενο βέλος στον Βυσσινόσκη και τον πέτυχε βαθιά στην καρδιά σκοτώνοντάς τον. Ταυτόχρονα ο Βυσσινόσκης έριξε το κοντάρι του στον Ζουμενέλη που του τρύπησε τα σωθικά και τον έριξε στη θάλασσα, όπου και πνίγηκε. Η μάχη συνέχισε μέχρι που και οι δυο τρομερές στρατιές είχαν εξαλειφθεί. Τα αίματα κυλούσαν παντού, τα νερά της Πράσινης Θάλασσας είχαν βαφτεί κόκκινα και είχαν φτάσει και μέχρι τη Φρυσκάνη, στη Βόρεια Πράσινη Θάλασσα.
Για δυο μέρες ολόκληρες όλη η Θάλασσα ήταν κόκκινη και τότε οι ηγεμόνες των παραλιακών πόλεων, ακόμη και από την Μεστουργία όπου είχε αναλάβει προσωρινά ένας αυλικός σύμβουλος, ομόφωνα αποφάσισαν να μετονομάσουν τη θάλασσα από Πράσινη σε Άλικη.
...
Από τότε η ιστορία διηγιέται από γενιά σε γενιά, για να μη ξεχαστεί η τραγωδία.
Ακόμη και σήμερα, αν πάρεις ένα κοχύλι από την παραλία της Νότιας Άλικης Θάλασσας και αφουγκραστείς στο εσωτερικό του, θα ακούσεις σίγουρα τις φριχτές φωνές από τις σφαγές στη μάχη εκείνη την ημέρα.
Πάρε λοιπόν και εσύ ένα κοχύλι, βάλε το στο αυτί σου και άκου. Άκου τον πόνο, άκου την αγωνία, και θυμήσου: Η εκδίκηση και οι μισές δουλειές ποτέ δε βγαίνουν σε καλό...